- συμφράζω
- ΝΜΑ(η μτχ. ουδ. παθ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμφραζόμεναα) τα προλεγόμενα και τα επιλεγόμενα ενός χωρίου κειμένου, το περιβάλλον τουβ) το γενικό νόημα ενός χωρίου («για να κατανοήσει κανείς το νόημα αυτής τής φράσης θα πρέπει να τήν εξετάσει με βάση τα συμφραζόμενα»)μσν.-αρχ.αναφέρω, μνημονεύω συγχρόνωςαρχ.1. μέσ. συμφράζομαια) συλλογίζομαι, διαλογίζομαιβ) συσκέπτομαι με κάποιον για την εξεύρεση ενός σχεδίουγ) συνεκδ. επινοώ, μηχανώμαι2. παθ. είμαι συνώνυμος με κάτι («χολῆς τῆς ὀργῆς συμφραζομένης», Αρετ. Χρον. Παθ.)3. φρ. «συμφράζομαι βουλάς»α) συσκέπτομαιβ) συνεκδ. συμβουλεύω (Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φράζω/-ομαι «σκέπτομαι, παρατηρώ, ερμηνεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.